- κογχώδης
- κογχ-ώδης, ες,A f.l. for κοχλιώδης, Ath.3.86b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κογχῶδες — κογχώδης masc/fem voc sg κογχώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)